- λαγγεμένος
- işveli, cilveli
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
λαγγεύω — λάγγεψα, λαγγεύτηκα, λαγγεμένος 1. πηδώ, σκιρτώ: Τον είδε να πλησιάζει και λάγγεψε η καρδιά της. 2. λιγώνομαι από έρωτα: Η λαγγεμένη Ανατολή (Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)